πλεκτόγναθοι

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. τάξη θαλάσσιων, τροπικών κυρίως, ψαριών που κατάγονται από τους περκομόρφους, η οποία έχει 320 αρτίγονα είδη, που έχουν αξιοσημείωτη μορφολογική και οικολογική διαφοροποίηση και αποτελούν το 5% τών τροπικών θαλάσσιων ψαριών στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plectognathi (< πλεκτός + γνάθος). Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά].