πλουτολογία

From LSJ

πεσεῖν ἐς τὸ μὴ τελεσφόρον → fall fruitless to the ground, fall powerless to the ground

Source

Greek Monolingual

η, Ν
παλαιότερη ονομασία της πολιτικής οικονομικής επιστήμης που έχει αντικείμενο μελέτης την απόκτηση, διάθεση και ανταλλαγή του πλούτου με σκοπό την παροχή τών οικονομικών μέσων για την ικανοποίηση τών ανθρώπινων αναγκών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plutology (< πλούτος + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ιω. Σούτζο].