πολεμήιος

From LSJ

ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source

Greek (Liddell-Scott)

πολεμήιος: -ον, Ἰων. ἐπίθ. (διότι δὲν ὑπάρχει Ἀττ. τύπος εἰς -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμικός, συχν. παρ’ Ὁμ. (μάλιστα ἐν Ἰλ.)· πολεμήια ἔργα Ἰλ. Β. 338, κτλ.· ὡσαύτως, π. τεύχεα Ἰλ. Η. 193, Ἡσ. Ἀσπὶς Ἡρ. 238· πολεμήια = τὰ πολέμια, Ἡρόδ. 5. 111.

English (Autenrieth)

of or pertaining to war or battle, warlike.

Greek Monotonic

πολεμήιος: -ον, Ιων. επίθ. (διότι δεν υπάρχει Αττ. τύπος σε -ειος), φιλοπόλεμος, πολεμήϊα ἔργα, σε Ομήρ. Ιλ.· τεύχεα, στον ίδ.· πολεμήϊα = πολέμια, τά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

πολεμήιος, ον, [ionic adj.,for no Attic form in -ειος exists]
warlike, πολεμήια ἔργα Il.; τεύχεα Il.; πολεμήια= πολέμια, ων, τά, Hdt.