πολλαχού

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source

Greek Monolingual

πολλαχοῦ ΝΜΑ
επίρρ. σε πολλά μέρη ή σημεία σε πολλούς τόπους («Ὅμηρος πολλαχοῦ λέγει», Πλάτ.)
αρχ.
πολλές φορές, συχνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ουρανικό πρόσφυμα -αχ- + επιρρμ. κατάλ. –οῦ (πρβλ. μυρι-αχ-ού)].