πολυμελπής

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυμελπής Medium diacritics: πολυμελπής Low diacritics: πολυμελπής Capitals: ΠΟΛΥΜΕΛΠΗΣ
Transliteration A: polymelpḗs Transliteration B: polymelpēs Transliteration C: polymelpis Beta Code: polumelph/s

English (LSJ)

πολυμελπές, much-singing, ib.67.

German (Pape)

[Seite 666] ές, viel singend, αὐλός, Poll. 6, 170, v.l. zum Vorigen.

Greek (Liddell-Scott)

πολυμελπής: -ές, ὁ πολλὰ μέλπων, Πολυδ. Δ΄, 67.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που τραγουδάει πολλά άσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μελπής (< μέλπω «τραγουδώ, ψάλλω»)].