πολυπίδακος
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
German (Pape)
[Seite 668] = πολυπίδαξ, H. h. Ven. 54 u. sp. D., wie bei Ath. XV, 682 f.
Greek Monolingual
-ον, Α
πολυπῖδαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πιδαξ (< πῖδαξ, -ακος)].
Greek Monotonic
πολυπίδᾰκος: [ῐ], -ον, = το επόμ., σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
πολυπίδᾰκος: (ῑ) HH = πολυπῖδαξ.
Middle Liddell
πολυ-πῑ́δᾰκος, ον, = πολῠπῖδαξ, Hhymn.]