πολυπίδακος

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129

German (Pape)

[Seite 668] = πολυπίδαξ, H. h. Ven. 54 u. sp. D., wie bei Ath. XV, 682 f.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυπῖδαξ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -πιδαξ (< πῖδαξ, -ακος)].

Greek Monotonic

πολυπίδᾰκος: [ῐ], -ον, = το επόμ., σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

πολυπίδᾰκος: (ῑ) HH = πολυπῖδαξ.

Middle Liddell

πολυ-πῑ́δᾰκος, ον, = πολῠπῖδαξ, Hhymn.]