ποτάμαρχος

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ο ποταμάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -αρχος (< άρχω), πρβλ. ναύαρχος].