πρεσβηίς

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβηίς: -ίδος, ἡ, = πρέσβα, πρεσβηὶς τιμή, ἡ ὑψίστη ἢ ἀρχαιοτάτη τιμή, Ὕμν. Ὁμ. 29. 3.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Μ
πρέσβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέσβυς (πρβλ. ονομ. πληθ. πρεσβῆες) + επίθημα -ίς (πρβλ. βασιληίς)].

Middle Liddell

πρεσβηίς, ίδος, ἡ, = πρέσβα
πρεσβηὶς τιμή the highest or most ancient honour, Hhymn.