προαναγινώσκω
From LSJ
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
French (Bailly abrégé)
réc. c. προαναγιγνώσκω.
Greek Monolingual
Α [[ἀναγι(γ)νώσκω]]
1. διαβάζω προηγουμένως
2. (ιδίως για δάσκαλο) διαβάζω μεγαλοφώνως μπροστά σε ακροατήριο.