προβατή
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
η / προβατῆ, ΝΜ
το δέρμα του προβάτου, η προβιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -ῆ, δηλωτική δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντῆ)].