προικιμαῖος

From LSJ

πανταχόθεν ἐρανίζεσθαι τὴν ἡδονήν → cull pleasure from every side, cull pleasure from every source

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προικῐμαῖος Medium diacritics: προικιμαῖος Low diacritics: προικιμαίος Capitals: ΠΡΟΙΚΙΜΑΙΟΣ
Transliteration A: proikimaîos Transliteration B: proikimaios Transliteration C: proikimaios Beta Code: proikimai=os

English (LSJ)

α, ον,
A gratuitous, κτῆσις D.C.47.17.
2 belonging to a dowry, πράγματα POxy.126.17 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 725] was umsonst ist od. nicht bezahlt wird, Sp., wie D. Cass.

Greek (Liddell-Scott)

προικῐμαῖος: -α, -ον, (προὶξ) ὁ δωρεὰν διδόμενος, ὁ διδόμενος ὡς προίξ, κτῆσις Δίων Κ. 47. 17.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. αυτός που προσφέρεται δωρεάν
2. ο σχετικός με την προίκα, προικώος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προίξ, -κός + κατάλ. -ιμαῖος (πρβλ. κλοπιμαῖος)].