προσέγκειμαι
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
strengthened for ἔγκειμαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 757] (s. κεῖμαι), dabei, darauf liegen, drücken, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
προσέγκειμαι: «προσεγκεῖσθαι· ἐγκεῖσθαι, ἐπικεῖσθαι» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
(επιτετ. τ. του έγκειμαι) (κατά τον Ησύχ.) «προσεγκεῖσθαι
ἐγκεῖσθαι, ἐπικεῖσθαι».