προσεκτέον
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
(προσέχω)
A one must apply, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Pl. Men.96d, cf. Isoc.Ep.2.17: abs., one must attend, τινι to a thing, Pl. Demod.384e; λόγοις Aeschin.1.119, cf. Plb.1.64.2; Σοφοκλεῖ Plu. Phoc.1; one must notice, πῶς.. Iamb.in Nic.p.69 P.
2 one must agree with, τινι Str.7.3.6, cf. Sor.1.56.
II προσεκτέος, α, ον, to be taken into consideration, π. οἱ τρόποι Vett. Val.332.22.
Russian (Dvoretsky)
προσεκτέον: adj. verb. к προσέχω.
Greek (Liddell-Scott)
προσεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ προσέχω, δεῖ προσέχειν, τὸν νοῦν ἡμῖν αὐτοῖς Πλάτ. Μένων 96D, πρβλ. Ἰσοκρ. 410Β· ἀπολ., τινί, εἴς τι πρᾶγμα, Πλάτ. Δημόδ. 384Ε· λόγοις Αἰσχίν. 16, 43· πρβλ. Πολύβ. 1. 64, 2. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προσεκτέα· σπουδαστέα».
Greek Monotonic
προσεκτέον: ρημ. επίθ. του προσέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να επικολλήσει, να εφαρμόσει, σε Πλάτ.· απόλ., αυτός που πρέπει να προσέχει, τινί, σ' ένα πράγμα, σε Αισχίν.