προχειρότητα
From LSJ
Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)
Greek Monolingual
η / προχειρότης, -ητος, ΝΑ πρόχειρος
νεοελλ.
η ιδιότητα του πρόχειρου, η έλλειψη μελέτης ή επεξεργασίας ή της απαραίτητης προσοχής («το διάβασε με προχειρότητα»)
αρχ.
1. το να είναι κάτι πρόχειρο, εύκολο να χρησιμοποιηθεί («προχειρότητες συκοφαντικαί», Φιλόδ.)
2. φρ. «ἡ προχειρότης τῆς ἀμέθοδου ὕλης» — η συγκέντρωση του μη επεξεργασμένου υλικού ενός φιλολογικού έργου (Σέξτ. Εμπ.).