πρωτοφαής
From LSJ
Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete
English (LSJ)
πρωτοφαές, first shining, σελήνη the new moon, Tryph.517, Suid. s.v. βοῦς ἕβδομος, PMag.Leid.W.7.5.
German (Pape)
[Seite 807] ές, im ersten Lichte, σελήνη, Neumond, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
πρωτοφαής: -ές, ὁ κατὰ πρῶτον λάμπων, ὁ ἀρχίζων νὰ φέγγῃ, πρ. σελήνη, ἡ νέα σελήνη, Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ.) 517, Σουΐδ. ἐν λέξει βοῦς ἕβδομος.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που μόλις αρχίζει να λάμπει, να φέγγει
2. φρ. «πρωτοφαὴς σελήνη» — η νέα σελήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -φαής (< φᾶος), πρβλ. χρυσοφαής].