πρόσδενδρος

From LSJ

Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank

Menander, Monostichoi, 347
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσδενδρος Medium diacritics: πρόσδενδρος Low diacritics: πρόσδενδρος Capitals: ΠΡΟΣΔΕΝΔΡΟΣ
Transliteration A: prósdendros Transliteration B: prosdendros Transliteration C: prosdendros Beta Code: pro/sdendros

English (LSJ)

πρόσδενδρον, attached to trees, of creeping plants, Thphr. CP 2.18.2.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσδενδρος: -ον, ὁ εἰς δένδρα προσκολλώμενος, ἐπὶ ἑρπυστικῶν φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 18, 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ερπυστικά φυτά) αυτός που προσκολλάται σε δένδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + -δενδρος (< δένδρον), πρβλ. κατά-δενδρος].