οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky
-έω, Αεκρέω πύον.[ΕΤΥΜΟΛ. < πύον + -ρροῶ (< -ρρους < ῥέω), πρβλ. φυλλορροώ].