Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυλλορροώ

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698

Greek Monolingual

φυλλορροῶ, -έω, ΝΜΑ φυλλορόος
(για δένδρα και άλλα φυτά) ρίχνω τα φύλλα μου, μού πέφτουν τα φύλλα το φθινόπωρο
νεοελλ.
μτφ. χάνομαι βαθμιαία, οδηγούμαι σε εξαφάνιση (α. «η επιχείρηση φυλλορροεί» β. «η αγάπη μας φυλλορροεί»)
αρχ.
1. κωμ. ρίχνω, πετώ την ασπίδα μου για να σωθώ
2. χάνω τα μαλλιά μου, γίνομαι φαλακρός.