πυορροώ

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
εκρέω πύον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύον + -ρροῶ (< -ρρους < ῥέω), πρβλ. φυλλορροώ].