πυρίβρωτος
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
πυρίβρωτον, (βιβρώσκω) devoured by fire, Str.17.1.27.
German (Pape)
[Seite 822] vom Feuer verzehrt, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίβρωτος: -ον, (βιβρώσκω) ὑπὸ πυρὸς καταβρωθείς, Στράβ. 805.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που κατασπαράζεται ή κατασπαράχθηκε από τη φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -βρωτος (< βρωτός < βιβρώσκω «τρώω»), πρβλ. θηρόβρωτος, σκωληκόβρωτος].