πυρολαβίδα

From LSJ

αἴθ' ἔγω, χρυσοστέφαν' Ἀφρόδιτα, τόνδε τὸν πάλον λαχοίην (Sappho, fr. 33 L-P) → Oh gold-crowned Aphrodite, if only this winning lot could fall to me

Source

Greek Monolingual

η / πυρολαβίς, -ίδος, ΝΜΑ
πυράγρα, μασιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ + λαβίς, -ίδος].