ρεβιθιά

From LSJ

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

και ροβιθιά, η, Ν ρεβίθι / ροβίθι
κοινή ονομασία του μονοετούς ποώδους φυτού Cicer arietinum του γένους κίκερ, της οικογένειας φαβίδες, που καλλιεργείται για τα εδώδιμα σπέρματά του και ως κτηνοτροφή.