ριζοσπαστικός

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον ριζοσπάστη ή στον ριζοσπαστισμό («ριζοσπαστικό κόμμα»)
2. φρ. «ριζοσπαστικός εμπειρισμός»
(φιλοσ.) θεωρία της γνώσης και του όντος, η οποία διατυπώθηκε από τον Αμερικανό πραγματιστή φιλόσοφο και ψυχολόγο Γουίλιαμ Τζέιμς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ριζοσπάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Αρ. Βαλαωρίτη].