ριζόφυλλος
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
Greek Monolingual
-η, -ο / ῥιζόφυλλος, -ον, ΝΜΑ
(για φυτό) αυτός που βγάζει φύλλα από πολύ χαμηλά, από τη ρίζα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ριζόφυλλο
φύλλο που βλαστάνει από τη ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυλλος (< φύλλον), πρβλ. γωνιόφυλλος].