ρινορραγία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
Greek Monolingual
η, Ν
ιατρ. επίσταξη, αιμορραγία της μύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinorhagia (< ῥίς, ῥινός + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. μητρο-ρραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Φλωρά].