ρινορραγία

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. επίσταξη, αιμορραγία της μύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. rhinorhagia (< ῥίς, ῥινός + -ρραγία (< -ρραγής < ῥήγνυμι), πρβλ. μητρο-ρραγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Θ. Φλωρά].