σαζάνι

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
κοινή ονομασία του ψαριού κυπρίνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. sazan].