Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαματατζής

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

ο, θηλ. σαματατζού, Ν
1. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο θορυβοποιός
2. αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, καβγατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαματάς + κατάλ. -τζής (πρβλ. πλακατζής)].