σγουρομάλλης
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
θηλ. σγουρομάλλα και σγουρομαλλούσα, και σγουρόμαλλος, -η, -ο, Ν
αυτός που έχει σγουρά, κατσαρά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σγουρός + -μάλλης / -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. χρυσομάλλης].