σιτοειδής

From LSJ

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
1. αυτός που μοιάζει με σιτάρι
2. το ουδ. ως ουσ. το σιτοειδές
παλαιότερη ονομασία του φυτού κέγχρος, το κεχρί
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτοειδή
παλαιότερη ονομασία τών αγρωστωδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + -ειδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Σκαρλ. Βυζαντίου].