σιτολειψία

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source

Greek (Liddell-Scott)

σῑτολειψία: ἡ, (λείπω) = σιτοδεία, Γρηγ. Νύσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
σιτοδεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -λειψία < λεῖψις «έλλειψη» (< λείπω), κατά τα θηλ. σε -ία].