σκαφείδιον

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰφείδιον Medium diacritics: σκαφείδιον Low diacritics: σκαφείδιον Capitals: ΣΚΑΦΕΙΔΙΟΝ
Transliteration A: skapheídion Transliteration B: skapheidion Transliteration C: skafeidion Beta Code: skafei/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of σκαφεῖον (not = σκαφίδιον), Hdn. Epim. 239, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰφείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 239 (δὲν πρέπει νὰ συγχέηται πρὸς τὸ σκαφίδιον, ὅ ἴδε).

Greek Monolingual

τὸ, Α σκαφεῖον
1. (υποκορ. τ. του σκαφεῖον) μικρό λισγάρι
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκαφείδιον, ή δίκελλα, διαφέρει τοῦ σκαφίδιον, τὸ πλοιάριον».