σκλήρωμα

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκλήρωμα Medium diacritics: σκλήρωμα Low diacritics: σκλήρωμα Capitals: ΣΚΛΗΡΩΜΑ
Transliteration A: sklḗrōma Transliteration B: sklērōma Transliteration C: skliroma Beta Code: sklh/rwma

English (LSJ)

-ατος, τό, induration, Hp. Epid.4.38, Poll.4.198 (v.l. σκίρωμα), Orib.45.7.1.

German (Pape)

[Seite 901] τό, verhärteter Körper, Teil, Verhärtung, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

σκλήρωμα: τό, ἐσκληρωμένον μέρος, σκίρρωμα, Ἱππ. 1135G, Ὀρειβάσ. 39 Mai.

Greek Monolingual

το, ΝΑ, και σκλῆμα Α σκληρῶ
αποσκληρωμένο μέρος ή σκληρό όγκωμα.