σκληροβίοτος

From LSJ

Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön

Menander, Monostichoi, 67

German (Pape)

[Seite 900] eine harte Lebensart führend, Phryn. in B. A. 62.

Greek Monolingual

-ον, Α
σκληρόβιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + βίοτος «βίος» (< βίος + επίθημα -τος)].