σκληρόβιος

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόβῐος Medium diacritics: σκληρόβιος Low diacritics: σκληρόβιος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: sklēróbios Transliteration B: sklērobios Transliteration C: sklirovios Beta Code: sklhro/bios

English (LSJ)

σκληρόβιον, leading a hard life, Tz.Proll.Hes.p.13G.; σκληρο-βίοτος, ον, Phryn.PSp.107B.

German (Pape)

[Seite 900] = σκληροβίοτος, Tzetz.

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόβιος: -ον, ὁ διάγων σκληρὸν βίον, σκληροδίαιτος, Τζέτζ.· -βίοτος, Α. Β. 62.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που διάγει σκληρό, τραχύ βίο, που ζει μέσα σε κακουχίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + βίος.