τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery
[Seite 900] eine harte Lebensart führend, Phryn. in B. A. 62.
-ον, Ασκληρόβιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + βίοτος «βίος» (< βίος + επίθημα -τος)].