σκληρογόνος

From LSJ

Γνῶμαι δ' ἀμείνους εἰσὶ τῶν γεραιτέρων → Consilia tutiora sunt, quae dant senes → Die Ansichten der Alten haben größren Wert

Menander, Monostichoi, 101

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. ιατρ. αυτός που δημιουργεί σκλήρωση («η αλκοολική ηπατίτιδα είναι σκληρογόνα»)
2. φρ. «σκληρογόνος μέθοδος»
ιατρ. τεχνητή δημιουργία ινώδους ιστού για θεραπευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerogen (< σκληρός + -γόνος < γίγνομαι)].