σκληρογόνος

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. ιατρ. αυτός που δημιουργεί σκλήρωση («η αλκοολική ηπατίτιδα είναι σκληρογόνα»)
2. φρ. «σκληρογόνος μέθοδος»
ιατρ. τεχνητή δημιουργία ινώδους ιστού για θεραπευτικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sclerogen (< σκληρός + -γόνος < γίγνομαι)].