σκορπίς
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, a sea-fish, prob. Scorpaena porcus, Arist.HA 543b5 (cited by Ath.7.320f); cf. σκομβρίς.
Russian (Dvoretsky)
σκορπίς: ίδος ἡ скорпида (род морской рыбы) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
σκορπίς: -ίδος, ἡ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 5· διάφορ. γραφ. σκομβρίς.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
θαλάσσιο ψάρι, πιθανόν είδος μικρού σκορπιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα -ίς, -ίδος].