σκοτείνιασμα

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

το, Ν σκοτεινιάζω
1. το να πέφτει σκοτάδι κάπου και να γίνεται κάτι σκοτεινό, βύθιση στο σκοτάδι
2. ο ερχομός της νύχτας, νύχτωμα, βράδιασμα
3. μτφ. α) το να γίνεται κάτι θαμπό, άτονο
β) απώλεια της καλής ψυχικής διάθεσης.