Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σμίξιμο

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

το, Ν
1. ανάμιξη, ανακάτεμαακούω κούφια τα τουφέκια, ακούω σμίξιμο σπαθιών», Σολωμ.)
2. σμίξη, συνάντηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σμιξ- του αορ. έ-σμιξ-α του σμίγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. γράψιμο)].