σμηματοδοκίς

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμημᾰτοδοκίς Medium diacritics: σμηματοδοκίς Low diacritics: σμηματοδοκίς Capitals: ΣΜΗΜΑΤΟΔΟΚΙΣ
Transliteration A: smēmatodokís Transliteration B: smēmatodokis Transliteration C: smimatodokis Beta Code: smhmatodoki/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, box of unguents, Hsch. s.v. ῥύμμα.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + -δοκίς (< -δοκος < δέχομαι)].