Γήρως δὲ φαύλου τίς γένοιτ' ἂν ἐκτροπή; → Senectutis non habetur effugium malae → Wie könnte man dem schlimmen Alter wohl entflieh'n?
Ν
1. συγκεντρώνω και αποθηκεύω για χρήση ή για πούλημα καρπούς και άλλα προϊόντα
2. έχω ως εισόδημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εἰσοδεύω, με σίγηση του αρκτικού / i / (πρβλ. σοδειά)].