σοροπλήξ
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
English (LSJ)
πλῆγος, ὁ, ἡ, = σοροδαίμων, Eust. 1431.43.
German (Pape)
[Seite 913] ὁ, ἡ, = σοροδαίμων, Eust. 1431, 43.
Greek Monolingual
-ῆγος, ὁ, ἡ, Α
σοροδαίμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σορός + -πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. κυματοπλήξ, οιστροπλήξ].