ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
[Seite 915] τό, dim. von σπάθη, s. σπατάλιον.
σπᾰθάλιον: [ᾰ], τό, ἴδε σπατάλιον.