σπαθίνακας
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
ο, Ν
βοτ. κοινή ονομασία του φυτού γλαδίολος ή ξιφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθί, λόγω της μορφής τών φύλλων του φυτού. Τα διάφορα είδη της οικογένειας αυτής είναι κοινώς γνωστά ως σπαθίφυλλο, σπαθόφυλλο, σπαθόχορτο κ.λπ.].