σπείρωμα

From LSJ

Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich

Menander, Monostichoi, 344

Greek Monolingual

το, Ν
1. σύρμα ή σχοινί περιτυλιγμένο ώστε να σχηματίζει σπείρες
2. τεχνολ. ελικοειδής αυλάκωση που περιλαμβάνει τον κορμό κοχλία ή την εσωτερική κυλινδρική επιφάνεια περικοχλίου
3. τεχνολ. φρ. α) «αρσενικό σπείρωμα» — σπείρωμα του οποίου η κυλινδρική επιφάνεια είναι εξωτερική
β) «θηλυκό σπείρωμα» — σπείρωμα του οποίου η κυλινδρική επιφάνεια είναι εσωτερική
γ) «δεξιόστροφο σπείρωμα» — σπείρωμα που φαίνεται να ανέρχεται προς τα δεξιά κατά την παρατήρηση κοχλία σε κατακόρυφη θέση
δ) «αριστερόστροφο σπείρωμα» — σπείρωμα που φαίνεται να ανέρχεται προς τα αριστερά κατά την παρατήρηση κοχλία σε κατακόρυφη θέση
ε) «τραπεζοειδές σπείρωμα» — σπείρωμα που χρησιμοποιείται σε ορισμένους μηχανισμούς μετάδοσης κίνησης μέσω κοχλία και περικοχλίου, όπως και όταν είναι επιθυμητή η μείωση ή κατάργηση της ακτινικής δράσης του σπειρώματος
στ) «τετραγωνικό σπείρωμα» — σπείρωμα που χρησιμοποιείται όπως και το τραπεζοειδές σπείρωμα
ζ) «στρογγύλο σπείρωμα» — σπείρωμα που χρησιμοποιείται σε εφαρμογές που υφίστανται κραδασμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπείρα + κατάλ. -ωμα μέσω ενός ρ. σπειρώνω].