στέρεμα

From LSJ

εἰ πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου → if you were more intelligent than Sisyphus

Source

Greek Monolingual

και στείρεμα, το, Ν στερεύω
(σχετικά με πηγή ή ποταμό ή λίμνη) διακοπή ροής, σταμάτημα ροής.