στίμη
From LSJ
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
η, Ν
1. (για ατμόπλοιο) η κινητήρια δύναμη του σκάφους
2. συνεκδ. η ταχύτητα που αναπτύσσει ένα όχημα («έβαλε μεγάλη στίμη το βαπόρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. steam].