στασιαστικῶς

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
en factieux.
Étymologie: στασιαστικός.

Russian (Dvoretsky)

στᾰσιαστικῶς: бунтарски, мятежно, как повстанцы: σ. ἔχειν Plat., Dem. восставать, бунтоваться.

English (Woodhouse)

(see also: στασιαστικός) factiously, seditiously

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search